- υπέξοδος
- ἡ, Α [ἔξοδος]ακούσια κένωση τής κοιλιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέξοδον — ὑπέξοδος diarrhoea fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek